- προστάταν
- προστάτᾱν , προστάτηςone who stands beforemasc acc sg (epic doric aeolic)προστάτηςone who stands beforemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατᾶν — προστάτης one who stands before masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφαρέτρης — εὐφαρέτρης, και δωρ. τ. εὐφαρέτρας, ο (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ωραία φαρέτρα, ωραία θήκη για βέλη («τὸν εὐφαρέτραν Ἀπόλλω προστάταν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαρέτρα] … Dictionary of Greek